- μεταλλογραφία
- η1) металлография; 2) резьба по металлу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλογραφία — Τομέας της μεταλλουργίας, ο οποίος μελετά τη δομή των μετάλλων και των κραμάτων με μικροσκοπική κυρίως ανάλυση. Αυτός ο τύπος ανάλυσης έχει υποκαταστήσει τελείως άλλες φυσικές και χημικές μεθόδους (προσδιορισμό της θερμοηλεκτρικής ισχύος, της… … Dictionary of Greek
μεταλλογραφία — η 1. η επιστήμη που εξακριβώνει και μελετά τις ιδιότητες των μετάλλων. 2. χαρακτική πάνω σε μέταλλο: Πουλάει μεταλλογραφίες που τις φτιάχνει ο ίδιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… … Dictionary of Greek
μεταλλογνωσία — η τεχνολ. η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη τών μετάλλων και κραμάτων, κυρίως με μεθόδους μικροσκοπίας και περίθλασης ακτίνων Χ, αλλ. μεταλλογραφία … Dictionary of Greek
μεταλλογράφος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη μεταλλογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + γράφος (< γράφω)] … Dictionary of Greek
μεταλλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλογραφία ή στον μεταλλογράφο. επίρρ... μεταλλογραφικώς και ά με μεταλλογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλογράφος] … Dictionary of Greek
φερίτης — ο στη μεταλλογραφία, ο καθαρός ή ο σχεδόν καθαρός σίδηρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)